Ματιές στην Ιστορία

Η ΠΟΡΕΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

ΤΟ ΠΟΛΥΚΑΣΤΡΟ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, η απελευθέρωση από την Οθωμανική κυριαρχία και η εισροή των προσφύγων από τον Πόντο, την Ανατολική Ρωμυλία και τη Μικρά Ασία στις αρχές του 20ου αιώνα είναι γεγονότα άμεσα συνδεδεμένα με τη νεότερη ιστορία της περιοχής του Πολυκάστρου.

Τη δεκαετία του ’30 η αποξήρανση των δίδυμων λιμνών Αρτζάν – Αματόβου και η καταπολέμηση της ελονοσίας είχε σαν αποτέλεσμα την εξάπλωση των οικισμών στα πεδινά μέρη της κοιλάδας του Αξιού και την εγκατάσταση εκεί του προσφυγικού ελληνισμού.

Καρασινάν (Πλάγια) 1917
karasouli

ΤΟ ΚΑΡΑΣΟΥΛΙ

Μέχρι το 1928 ο οικισμός που υπήρχε στη θέση της σημερινής πόλης του Πολυκάστρου ονομάζονταν Καρασούλι, που σημαίνει «Μαύρο έλος». Η κοινότητα Καρασουλίου ιδρύθηκε στις 9 Μαρτίου 1920 και στις 19 Ιουλίου 1928 μετονομάσθηκε σε κοινότητα Πολυκάστρου. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή ο οικισμός ονομάστηκε «Πολύκαστρο» λόγω των πολλών οχυρωματικών έργων που υπήρχαν στην περιοχή κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στην ευρύτερη περιοχή του Πολυκάστρου ο επισκέπτης μπορεί να ανακαλύψει στοιχεία της Ιστορίας στα χωριά:

Αξιοχώρι, Άσπρο, Λιμνότοπο, Βαφιοχώρι, Ειρηνικό, Κορώνα, Πευκόδασος, Μικρό Δάσος, Ευζώνους και Ποντοηράκλεια.

Η ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑ ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Η ιστορία της Γουμένισσας είναι συνυφασμένη με την ανάπτυξη της αρχαίας Παιονίας. Ωστόσο, η πρώτη αναφορά στο όνομα με το οποίο είναι γνωστή σήμερα έγινε στη Βυζαντινή εποχή (1346).

Στο θρόνο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας βρισκόταν η δυναστεία των Παλαιολόγων και η Γουμένισσα παραχωρήθηκε στην Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους και μετατράπηκε σε θρησκευτικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, με πυρήνα το μοναστήρι της Παναγίας.

Οι οικισμοί που αναπτύχθηκαν εκεί με αγροκτηνοτροφική οικονομία συνέθεσαν μια δυναμική κωμόπολη που πήρε την ονομασία «Γουμένισσα», τιμώντας τη μνήμη του Ηγούμενου της μονής της Παναγίας, ο οποίος απαγχονίστηκε από ληστές.

Παλιό αρχοντικό, Γουμένισσα
Παλιά γειτονιά, Γουμένισσα

Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑ

Το 1387 η Γουμένισσα περνάει υπό Οθωμανική κατοχή, αλλά αποκτά το ειδικό προνόμιο της αυτοδιοικούμενης περιοχής, καθώς οι κάτοικοι της δημιουργούσαν υφάσματα αξεπέραστης ποιότητας με τα οποία κατασκευάζονταν οι στολές του Οθωμανικού στρατού. Η βιοτεχνική της δραστηριότητα σε συνδυασμό με την παραγωγή κρασιού διεύρυνε τη φήμη της σε όλη την Κεντρική Ευρώπη και η περιοχή γνώρισε μεγάλη εμπορική και οικονομική άνθιση το 19ο αιώνα.

Παρά την προνομιακή της μεταχείριση, η Γουμένισσα συμμετείχε ενεργά στην ελληνική επανάσταση του 1821. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την έναρξη των συγκρούσεων βρέθηκαν 49 τουφέκια σε κατοικίες Γουμενισσιωτών με αποτέλεσμα την παραδειγματική τιμωρία των κατοίκων και τον εξαναγκασμό τους να παραδώσουν τρόφιμα, χρήματα και περιουσιακά τους στοιχεία (π.χ. ζώα, άμαξες) στον πασά της Θεσσαλονίκης Αβδούλ Αμπούδ. Η μη συμμόρφωσή τους προκάλεσε την οργή του Οθωμανού αξιωματούχου, ο οποίος διέταξε το βίαιο εξισλαμισμό των κατοίκων και τον διωγμό των μοναχών από το μοναστήρι της Παναγίας. Το 1978 ιδρύθηκε το Ελληνικό Εκπαιδευτήριο και η Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα με τη συνδρομή ντόπιων κατοίκων.

Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΟΥΜΕΝΙΣΣΑΣ

Στο Μακεδονικό Αγώνα (1903-1908) είναι αξιομνημόνευτη η δράση ντόπιων οπλαρχηγών όπως των αδελφών Δογιάμα, του Ναούμη, του Σιωνίδη, του Καραϊσκάκη, αλλά και αξιωματικών του ελληνικού στρατού όπως των Μοραΐτη, Φραγκόπουλου, Παπαδόπουλου, Καπουλίδη και άλλων. Σημαντική ήταν και η δράση του πνευματικού κόσμου της περιοχής όπως του δασκάλου Ιωάννη Πίτσουλα, ο οποίος απαγχονίστηκε από το Βουλγαρικό στρατό, καθώς και του ιατρού Άγγελου Σακελαρίου, υπεύθυνου του Ελληνικού Κομιτάτου της Γουμένισσας, ο οποίος ήταν προσωπικός φίλος του Ίωνα Δραγούμη και αλληλογραφούσε με τον Παύλο Μελά.

Ο Ίων Δραγούμης επισκέφθηκε δύο φορές τη Γουμένισσα.

Η Γουμένισσα απελευθερώθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1912 στη μάχη των Γιαννιτσών. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής ενισχύθηκε με τον ερχομό των προσφύγων της Μικράς Ασίας και οι σλαβικές μειονότητες αφομοιώθηκαν με την πάροδο των ετών. Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Γουμένισσα ήταν υπό γερμανική κατοχή από τον Απρίλιο του 1941 έως τον Οκτώβριο του 1944. Τη δεκαετία του ’50 οι κάτοικοι της πόλης ακολούθησαν τα μεταναστευτικά ρεύματα προς τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Δυτική Γερμανία, αλλά και στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα.

Στην ευρύτερη περιοχή της Γουμένισσας, γραφικά, ιστορικά χωριά σκαρφαλωμένα στο Πάικο περιμένουν τον επισκέπτη για να τα ανακαλύψει. Πρόκειται για τα χωριά: Γρίβα, Καστανερή, Κάρπη, Φιλυριά, Πεντάλοφο και Στάθη.

Γαλλική Κρήνη, Γουμένισσα
Άγιος Φανούριος, Αξιούπολη

Η ΑΞΙΟΥΠΟΛΗ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Οι κάτοικοι της περιοχής συμμετείχαν ενεργά στην επανάσταση του 1821 και η οικογένεια Παπαζαφειρίου Σταματιάδη από την Ειδομένη, πρωτοστάτησε στον επαναστατικό αγώνα. Ωστόσο, η αποτυχία της επανάστασης στη Μακεδονία επιφέρει την τουρκική δυσμένεια στην περιοχή μέχρι το 1878, όταν ιδρύονται σώματα ντόπιων οπλαρχηγών. Η περιοχή απελευθερώθηκε από την τουρκική κατοχή στις 22 Οκτωβρίου 1912. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τα γαλλικά στρατεύματα,  που εγκαταστάθηκαν στην Αξιούπολη, βοήθησαν στην κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεσε την Αξιούπολη με το Σκρα και τη σιδηροδρομική γέφυρα του Αξιού, έργα τα οποία έδωσαν ώθηση στη βιομηχανική ανάπτυξη της περιοχής. Το 1923 η περιοχή δέχτηκε εκατοντάδες πρόσφυγες από τη Θράκη και τη Μ. Ασία. Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί κατέλαβαν την πόλη της Αξιούπολης τον Απρίλιο του 1944, ελέγχοντας τις γραμμές ανεφοδιασμού του Άξονα και αποχώρησαν στις 31 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.

Στην ευρύτερη περιοχή της Αξιούπολης, τα βήματα οδηγούν τον επισκέπτη στα ιστορικά και γεμάτα θρύλους χωριά: Γοργόπη, Ειδομένη, Πλάγια, Ρύζια, Σκρα και Φανό.

ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ

Μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Μεγάλο Λιβάδι θεωρούνταν ένα από τα μεγαλύτερα βλαχοχώρια της Μακεδονίας. Οι πρώτοι κάτοικοι του ορεινού χωριού ήταν Βλάχοι και προέρχονταν από χωριά της Πίνδου.

Οι πατριαρχικές οικογένειες των Βλάχων, τα «φαλκάρια» όπως ονομάζονταν, μεταφέρθηκαν στα Λιβάδια με σχεδόν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία, τα οποία αντιστοιχούσαν σε ζωικό κεφάλαιο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στα Λιβάδια ένας εύρωστος κτηνοτροφικός και γεωργικός (καλλιέργεια πατάτας) οικισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1889 ο αυστριακός περιηγητής Weigand σημείωσε ότι στην περιοχή υπάρχουν 400 σπίτια και διαβιούν 2.000 κάτοικοι. Τα Λιβάδια αποτελούσαν το οικονομικό κέντρο των γύρω βλαχόφωνων χωριών των Μογλενών (Αρχάγγελος, Κούπα, Σκρα, Κάρπη, Χούμα). Η απογραφή του 1913 ανέβασε τον πληθυσμό τους στους 4.000 κατοίκους και κατέταξε τον τότε οικισμό στον ένατο μεγαλύτερο της Κεντρικής  Μακεδονίας.

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΛΙΒΑΔΙΑ

Δυνατά παρών στο Μακεδονικό Αγώνα αλλά και κατά των Γερμανών κατακτητών το 1944 ήταν ο ορεινός οικισμός των Λιβαδίων.

Το 1944 οι Γερμανοί κατακτητές κατέστρεψαν ολοσχερώς το χωριό, με αποτέλεσμα να διασκορπιστεί ο πληθυσμός τους στις γύρω πεδινότερες περιοχές του Κιλκίς, της Πέλλας και της Θεσσαλονίκης. Σήμερα οι κάτοικοι του χωριού απασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, ενώ τα Λιβάδια αποτελούν φημισμένο τουριστικό προορισμό λόγω του ιδιαίτερου φυσικού τους κάλλους και των ευνοϊκών κλιματολογικών συνθηκών της περιοχής.

Μεγάλα Λιβάδια
Άλσος Ευρωπού

ΕΥΡΩΠΟΣ

1924  Η ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ  ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ

Το Σεπτέμβριο του 1924 οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του Ευρωπού (τότε με την ονομασία Ασικλάρ), αντικαταστάθηκαν, με την ανταλλαγή πληθυσμών, από προσφυγικές οικογένειες της Μικράς Ασίας και του Πόντου.

Ωστόσο οι κοινωνικοί δεσμοί της περιοχής της Ευρωπού με τους μουσουλμάνους κατοίκους που αντηλλάγησαν το 1924 με τους Έλληνες και επέστρεψαν στην Τουρκία, παραμένουν ισχυροί και η περιοχή γίνεται συχνά πόλος έλξης επισκεπτών από την Τουρκία.

Στην ευρύτερη περιοχή του Ευρωπού, τα βήματα οδηγούν τον επισκέπτη σε παραδοσιακά  χωριά της Ελληνικής υπαίθρου τα οποία είναι:  Άγιος Πέτρος, της Μεσιά, του Πολύπετρο, και  Τούμπα.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΕΥΡΩΠΟΥ

Πολύτιμα αντικείμενα και κειμήλια από τις αλησμόνητες πατρίδες και από τα ήθη και έθιμα του παρελθόντος εκτίθενται στο Μουσείο Αγροτικής και πολιτιστικής Κληρονομιάς του Ευρωπού που ιδρύθηκε με σκοπό να διατηρήσει τις μνήμες της μακρόχρονης παράδοσης. Μικρασιάτες από το Φούλατζικ και το Κίζδερβεντ, Θρακιώτες από το Τζελέπκιοϊ, τη Τζαντώ και το Αλμπασάνι της Ανατολικής Θράκης, γηγενείς Μακεδόνες, Πόντιοι και Βλάχοι βοήθησαν χαρίζοντας τα οικογενειακά τους κειμήλια  στο μουσείο.

Το μουσείο στεγάζεται στο παλαιό Δημοτικό Σχολείο.

Η επίσκεψη στο Μουσείο Αγροτικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Ευρωπού αποτελεί μια ξεχωριστή εμπειρία!

Ζήστε τη!

Μουσείο Αγροτικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Ευρωπού

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΟΛΥΚΑΣΤΡΟΥ

Σύλλογος «Ανατολικορωμυλιωτών» Πολυκάστρου

Περισσότερα από 1000  αντικείμενα (υφαντά, εργαλεία, οικιακά σκεύη, τοπικές ενδυμασίες, ιστορικά έγγραφα, εξοπλισμοί και ιδιαίτερα αντικείμενα υψηλής αισθητικής) εξιστορούν στον επισκέπτη του μουσείου την πολιτισμική και λαογραφική πορεία των Ανατολικορωμυλιωτών “Σιναπλιωτών” κατοίκων του Πολυκάστρου.

Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Πολυκάστρου είναι το δεύτερο οργανωμένο λαογραφικό μουσείο του Κιλκίς και θεωρείται ως ένα από τα σημαντικά σημεία αναφοράς της ευρύτερης περιοχής του Δήμου Παιονίας.

Υποδέχεται συχνά οργανωμένες ομάδες επισκεπτών και ειδικά μαθητές, στο πλαίσιο εκπαιδευτικών δράσεων.

Η τέχνη, ο πολιτισμός και η λαογραφία της Ανατολικής Ρωμυλίας παραμένουν ζωντανά.

Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Πολυκάστρου

ΑΜΥΔΩΝΕΙΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Η ιστορία, η λαογραφία και ο πολιτισμός της Αμυδώνας, στο σημερινό Αξιοχώρι, παρουσιάζονται στον επισκέπτη και τον ταξιδεύουν στο χρόνο. Στο «Αμυδώνειο Λαογραφικό Μουσείο» που λειτουργεί με ευθύνη του Πολιτιστικού Συλλόγου Αξιοχωρίου, η τοπική ιστορία ζωντανεύει.

Αμυδώνειο Λαογραφικό Μουσείο