Ο Λίθινος Γίγαντας του Φανού
Ένα εκπληκτικό δημιούργημα της Φύσης!
(Ή μήπως μια κάποια ελληνική εκδοχή/ ένα από τα πιθανά-απίθανα “ξαδέλφια” των ξακουστών Stonehenge [Στόουνχεντζ] της Αγγλίας;).
Αγέρωχος κ ανέκφραστος, με βλέμμα προσηλωμένο στα δυτικά του, βρίσκεται υψωμένος – ορθός, στητός-, στα μόλις δεξιά του δρόμου από Αξιούπολη για Κούπα, λίγο πριν τον Φανό, όπου ίσως αξίζει πράγματι μαζί και με το σύνολο των πολλών και διαφόρων άλλων λίθινων δημιουργημάτων που υπάρχουν γύρω, να απασχολήσει και για τα δύο ερωτήματα: Του πώς δλδ μπορεί σε κάθε περίπτωση να αναδειχθεί από την μια και του μήπως από την άλλη όντως δεν είναι απλό και τυχαίο δημιούργημα της φύσης, αλλά αποτέλεσμα κάποιας πανάρχαιας ανθρώπινης προσπάθειας, καλλιτεχνικής ή άλλης.
ΥΓ: Την προσοχή μου για πρώτη φορά στην ύπαρξη του τράβηξε κάποια στιγμή η μητέρα μου, που και ήδη είχε μια προσωπική της ιστορία να μου πει από εκείνες που σε κάμουν να βλέπεις αλλιώς τον κόσμο και να κάμεις ότι περνά από το χέρι σου,, όταν σε χρειάζεται, για να τον καλυτερέψεις.
Χμμμ, αρχίζει λοιπόν η κυρα Πετρίνα, και οι μικρές αυλακιές στο ευγενικό της πρόσωπο γίνονται ήδη μικρά ρέματα, αληθινά μισγάγγεια, όπου συναντούνται για να μετατραπούν σε λέξεις τα νερά αμέτρητων συναισθημάτων.
Αυθόρμητα δε κόβει στο μεταξύ και κρατά ήδη και με τα δυο της χέρια ένα φυλλαράκι βελανιδιάς, που φως – φανάρι της χρησιμεύει για να τιθασεύσει αυτά τα νερά. Μη τυχόν και πάρουν λάθος δρόμο, μη και πάνε προς τα μάτια, μη και ξεσπάσουν σε ποταμούς δακρύων.
Ναι, λέει, ήταν βέβαια ο πόλεμος τότε … Ο Πόλεμος… Και μας είχαν μόλις ξεριζώσει, όλα τα γυναικόπαιδα, από την Κούπα και μας εγκατέστησαν προσωρινά εδώ στον Φανό -φιλόξενοι που ήταν εδώ οι άνθρωποι!
Ήμασταν, λοιπόν, με τις θείες σου τάδε κ τάδε (εννοείται ότι στο χωριό όλοι θείες κ θείοι ήταν), όλες κοριτσόπουλα 6-7χρόνων, εγώ κατά μήνες λίγο μεγαλύτερη -ήδη πρακτικά ορφανές και οι τρεις μας.
Συχνά μας ανέθεταν να μεριμνούμε για τα μεγάλα ζωντανά, που το χωριό είχε προλάβει να πάρει μαζί του. Και ως βοσκοτόπι για αυτά, μας όρισαν αυτήν ακριβώς την πλαγιά, από τις πέτρες και κάτω.
Στον πόλεμο, Γιάννη, τα παιδιά ξεχνιούνται μα και φοβούνται. Ξέρεις… Παιδιά είναι.
Τρομάζαμε για τους σκοτωμούς που είχαμε δει, για τους σκοτωμούς που είχαμε ακούσει. Και φοβόμασταν για τον θάνατο πολύ. Των δικών μας, μα και τον δικό μας.
Μερικές φορές ακούγαμε τυχαίους θορύβους και νομίζαμε πως ήταν πάλι τ’ αεροπλάνα, άλλες πάλι βλέπαμε τυχαίες σκιές και νομίζαμε πως ήταν πάλι οι κακοί… Ποιοι κακοί, μη ρωτάς!
Ε, ναι ήταν πόλεμος. Βέβαια. Ήταν πόλεμος.
Και όταν τρομάζαμε, τρέχαμε να βρεθούμε μαζί, αγκαλιαζόμασταν σφιχτά και οι τρεις μας (τα χάδια στο φυλλαράκι της βελανιδιάς γίνονται αιφνιδίως εντονότερα).
Κάτι έπρεπε να κάμω. Ήμουν λίγο μεγαλύτερη στην ηλικία και τότε βλέπεις η ευθύνη πήγαινε περισσότερο με την ηλικία. Να προσέχετε μας έλεγε πάντα η γιαγιά μου, η “μπαμπα Γιάννα”. Μας τόλεγε πάντα και στις τρεις. Αλλά δεν έμενε ποτέ μόνο σ’ αυτό και έκλεινε μόνο με το “Να τις προσέχεις Πετρίνα”.
Και η ευθύνη, Γιάννη, φέρνει… ναι βέβαια, τι άλλο; Ευθύνη! Κάτι σαν βάρος, αλλά καλό, ή μήπως κάτι καλό, αλλά σαν βάρος; Τέλος πάντων. Έπρεπε κάτι να κάμω.
Και να λοιπόν που μια μέρα, βρεθήκαμε ακριβώς εδώ! (Στο σημείο, από όπου έχει ληφθεί η φωτογραφία).
Βρεθήκαμε, άρα, εδώ και θέλεις γιατί έτσι πραγματικά ήταν, θέλεις γιατί το είχα ανάγκη, θέλεις γιατί εγώ, αν και μεγαλύτερη, φοβόμουν περισσότερο, τον είδα και τον αναγνώρισα πάντως αμέσως.
Ναι! Δεν ήταν απλές πέτρες αυτό!
Ήταν ένας γίγαντας.
Σωστός αρκούδος, άνθρωπος -αρκούδος! Τους γορίλες τότε δεν τους ξέραμε καθόλου, για να τον παρομοιάσουμε με αυτούς, να τον περάσουμε για άνθρωπο – γορίλα.
Μα ούτε απλός γίγαντας ήταν.
Αλλά ο δικός μας γίγαντας.
Και ούτε κοιτούσε τυχαία προς τα εκεί.
Αλλά επειδή εκεί ήταν το βοσκοτόπι μας, τα μέρη μας.
Και αν φαινόταν θυμωμένος, δεν είχε βέβαια θυμώσει μαζί μας.
Και αν ήταν ακίνητος δεν σήμαινε βέβαια, ότι δεν μπορούσε να κινηθεί.
Αλλά, κοιτούσε προς τα εκεί και ήταν θυμωμένος -τι θυμωμένος; αληθινά απειλητικός και τι ακίνητος; πραγματικά έτοιμος να χιμήξει και να κάμει “τ’ αλατιού” όποιον θα τολμούσε να ρθει και να πειράξει έστω μια τρίχα από τα μαλλιά μας!
Από τότε Γιάννη και όσο μείναμε στον Φανό, όσο κλώθαμε οι τρεις μας σε τούτα δω τα μέρη, τρόμο ή φόβο δεν νιώσαμε ποτέ ξανά. Και πηγαίναμε εκεί, στις πέτρες, όχι βέβαια πια να κρυφτούμε από θορύβους και σκιές.
Αλλά για να παίξουμε μόνο. Και αναβαίναμε στις πλάτες του, και φτάναμε ευθύς για να θρονιαστούμε μέχρι και ακριβώς πάνω στο χοντροκέφαλό του. Χωρίς ποτέ ούτε καν να μας νοιάζει, που τον λέγαμε χοντρό ή αρκούδο. Χωρίς ούτε καν μια στιγμή να μας απασχολήσει μη τυχόν και θυμώσει μαζί μας, που τούχαμε τόσο θάρρος, που δε δίναμε δράμι, αν είχε κέφι ή ξεκουραζόταν.
Μόνο ξέραμε καλά, ότι ήταν εκεί για εμάς και ότι ήταν ακριβώς για να μας φυλά, να μας αφήνει να παίζουμε στις πλάτες του και να μας δίνει θάρρος! Ο λίθινος αυτός Γίγαντας του Φανού ήταν τέτοιος φανός για μας. Φύλακας, παιχνίδι και προστάτης μας, άγριος και απειλητικός, αλλά μόνο υπέρ μας, ακριβώς για να μας προστατεύει, ακριβώς για χάρη μας.
Ας είναι… Πάμε τώρα, είπε χαμογελώντας (και από το φυλλαράκι της βελανιδιάς στα χέρια της είχε σωθεί μόνο ένα ίχνος, αλλά δάκρυ δεν κύλησε ούτε ένα, ή αν γελάστηκα, αυτό θάταν της ευγνωμοσύνης).
* https://www.facebook.com/ioannis.kitis/posts/1597054200473261